- σκευοφορικόν
- σκευοφορικόςofmasc acc sgσκευοφορικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευοφορικός — ή, όν, Α [σκευοφόρος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον σκευοφόρο 2. φρ. α) «σκευοφορικὸν βάρος» το φορτίο κάθε ζώου β) «σκευοφορικὸς στρατός» το σώμα τών σκευοφόρων … Dictionary of Greek